ἀρθριτικά

ἀρθριτικά
ἀρθριτικός
of
neut nom/voc/acc pl
ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός
of
fem nom/voc/acc dual
ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀρθριτικάς — ἀρθριτικά̱ς , ἀρθριτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρθριτικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από αρθρίτιδα· το ουδ. ως ουσ., τα αρθριτικά η αρρώστια αρθριτισμός: Κάνει ζεστά μπάνια, γιατί υποφέρει από αρθριτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρθριτικός — ή, ό (Α ἀρθριτικός, ή, όν) [αρθρίτιδα] 1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα 2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά η αρθρίτιδα νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα αρχ. αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”